- σύντηγμα
- το, ΝΑ [συντήκω]κράμα που παράγεται με σύντηξηαρχ.περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμασύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύντηγμα — waste product neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντηγμα — το, ατος κράμα λιωμένων μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντηγμάτων — σύντηγμα waste product neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήγμασι — σύντηγμα waste product neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήγμασιν — σύντηγμα waste product neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήγματα — σύντηγμα waste product neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήγματι — σύντηγμα waste product neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήγματος — σύντηγμα waste product neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)